τορτόνιος

τορτόνιος
-α, -ο, Ν
φρ. «τορτόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το τορτόνιο»
γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τού μέσου μειοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tortonian (stage) < Τορτόνα, πόλη τής Ιταλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”